Archive for the Ars Poetica Category

εθνική έξαρσις!

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 19 Νοεμβρίου, 2014 by εξαδάκτυλος

1234

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μην είναι η χρυσοί αυγοί και οι πυρηνάρχες;
Οι προβατάνθρωποι και οι κομματάρχες;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
Και η παρέλαση και η άγρια πείνα,
και οι γέροι στην ουρά για τις συντάξεις,
και όσοι μάχονται απ’ τις επάλξεις
ώστε το σύστημα να μείνει ατόφιο…
και ας πέσει ό,τι άλλο, ψόφιο.

Ζήτω η ελλάδα μας, ζήτω η πατρίδα!
(βάρκα χωρίς κουπιά στην καταιγίδα)
Και όποιος το μέρος μας δεν θα το πάρει
θα τον κρεμάσουμε σαν το σφαχτάρι
και θα τον δείχνουμε στον πληθυσμό
γιά να επιβάλλουμε σοφρωνισμό

Παιδιά λιπόθυμα από την πείνα,
και τα σχολεία τους κλειστά κι εκείνα.
Γέροι που ψάχνουνε μέσ’ τα σκουπίδια,
τιμή απέραντη γιά την πατρίδα!
Ζήτω σου Άδωνι Γεωργιάδη,
στείλε τους όλους τους ταχιά στον Άδη!

Και η Αριστερά… Ε, τι; Τι θέλεις να σου κάνει;
Ότι μπορεί κάνει κι αυτή, κι’ απλώνει όσο φτάνει.
Κάνει δύο πήδους πίσω κι’ ένα τρίκλισμα μπροστά
«Στόν αγώνα ενωμένοι, μα στην μάσα χωριστά».
Και άν σε εκατοντάδες τάφους κόκκαλα ακούς να τρίζουν,
ευτυχώς που οι πεθαμένοι πίσω δεν ξαναγυρίζουν.

Και αν ρωτάς οι αναρχικοί… πού να βρίσκονται κι αυτοί;
Να σου πεί κανείς δεν ξέρει. Ούτε πάλι μας συμφέρει,
να θυμόμαστε πώς τώρα περισσέψαν οι τραμπούκοι,
που μας χώνουνε πιά όλους, πιό βαθιά μέσα στο λούκι.
Και αν δεν μας βαράνε άλλοι, δεξιά κι’ αριστερά,
πέφτει ξύλο μεταξύ μας, και κρυφά και φανερά.

Και σ’αυτό το Κολοσσαίο, πολεμάμε όλοι μ’ όλους.
Κάποιοι βλέπουν, διασκεδάζουν, με τους βλάκες, τους χαχόλους
που σκοτώνονται αβέρτα ‘κει μπροστά στ’ αφεντικά,
άλλοι γιά ιδεολογία, κι άλλοι γιά τα μερτικά.
Και όσοι λίγοι θε να μείνουν – κι ας χαμογελούν μακάρια –
τα κλουβιά τότε θ’ ανοίξουν και θα βγούνε τα λιοντάρια.

Είμαι Έλλην, το καυχιέμαι!

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 3 Ιουλίου, 2013 by εξαδάκτυλος

ptbg

Του έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει!
Κι έτσι, απ’ τον κώλο τον γαμούν, που δεν καταλαβαίνει.
Έχει τη δόξα περισσή,
την εξυπνάδα ζηλευτή,
μα ό,τι και να προσπαθεί, ανάποδα του βγαίνει.

Και μήπως τάχα προσπαθεί; Το θέλει να αλλάξει;
Η μήπως μόνο νοιάζεται να φάει και ν’ αράξει;
Ζητάει παντού παραδοχή,
του κόσμου την αποδοχή
και όλα, απ’ όλους, πάντοτε, ζητά να τα αρπάξει.

Δηλώνει πως κατάγεται από λαμπρούς προγόνους.
Πως και αυτοί θα χαίρονταν με τέτοιους επιγόνους.
Και από προπάππου και παππού,
μαζί και μπούφος κι’ αλεπού.
Ντροπή μαζί και όνειδος στους όποιους απογόνους.

Πάντοτε κουραδόμαγκας και μόνιμα φανφάρας.
Όπου μπορεί παλληκαράς, καμπόης της πεντάρας.
Μάγκας το παίζει στον φτωχό
και γλύφει το αφεντικό,
μικρόνοος, αναίσχυντος… ο γνήσιος ελληνάρας.

Ο κόσμος φτιάχτηκε γι’ αυτόν. Έτσι του είπαν όλοι.
Η δύναμη στον άνθρωπο, είναι το πορτοφόλι.
Γιά τίποτα δεν φταίει αυτός,
έτσι του είπε κι ο Αρχηγός.
Τους άλλους, ας τους σύρουνε στην Κόλαση διαβόλοι.

Και αν γιά αλληλεγγυή σ’ ακούσει να μιλάς,
τα μάτια του γουρλώνουνε, του έρχεται ταμπλάς!
«Φύγε από δώ κομμουνιστή!
Ανάρχα και διεθνιστή!»
και «Ζήτω η Χρυσή Αυγή! Θα σώσει την Ελλάς!»

Όπως μας σώσανε ξανά. Καλάβρυτα και Καστοριά,
στο Δίστομο, στην Κοκκινιά, Κάνδανο, Κοντομάρι,
Χορτιάτη, Πύργους, Διαβατά, Δράκεια Πηλίου, Κυδωνιά,
Βιάννο και Ιεράπετρα, Ριτσώνα, Χαϊδάρι…

Μπράβο σας έλληνες! Γερά!
Τεντώσατε την δεξιά!
Κρώξτε «Zieg Heil» δυνατά!
Κι ο διάολος ας μας πάρει.

Διά ταύτα

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 25 Νοεμβρίου, 2012 by εξαδάκτυλος

(Εις μνήμιν του Πολυτεχνείου, κι αυτό…)

Περνάει η ώρα, φεύγει η μέρα και τελειώνει η χρονιά.
Κυλήσαν ύπουλα τα χρόνια και έφυγαν τριάντα εννιά.
Είμασταν απασχολημένοι. Ίσως κοιτάγαμε αλλού
και είχαμε τα δικά μας βάρη – πού χρόνος γιά του διπλανού…

Δώσαμε εμείς την ευκαιρία; Να την αρπάξανε αυτοί;
Μην έτυχε η συγκυρία; Μη δεν φανήκαμε αρκετοί;
Αυτό είναι μάλλον – τόσο λίγοι και τόσο σίγουροι μαζί…
Έτσι ήρθανε τα πάνω, κάτω. Να πολεμάμε απ’ την αρχή.

«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Δεν μας δωθήκανε ποτέ.
Τσάμπα πεθάναν όλοι εκείνοι. Χαθήκανε τόσες ζωές,
ώστε ο ήλιος να γυρίσει. Και δεν εγύρισε ποτέ…
Γιά τον γενναίο, νέο κόσμο, μας μείναν μόνο οι ευχές.

«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Δεν τ’ απαιτήσαμε κι εμείς.
Ζήσαμε μες την σιγουριά μας πως δεν τ’αγγίζει πιά κανείς.
Πως είναι «κατωχυρωμένα». Πώς είμαστε οι νικητές
και δεν υπήρχε πιά ανάγκη, αφού νικήθηκε το χτές.

Μάλλον αυτό είναι… η σιγουριά μας ήταν γλυκό ναρκωτικό.
Μόνοι μας στήσαμε κρεμάλες γιά το δικό μας το λαιμό.
Ξαναζεσταίνονται οι φούρνοι. Όπλα γυαλίζουνε πιο ‘κεί.
Στήνονται δάση από αγχόνες – μα εμείς τους πλέξαμε σκοινί.

Σαράντα χρόνια – μιά ζωή – περάσανε. Θυμάσαι;
Τίποτα δεν αλλάξαμε. Πώς στέργεις και κοιμάσαι;
Και πώς αντέχεις να φοράς στεφάνι με αγκάθια;
Ντράπου όλα τα όνειρα που γίναν κατακάθια.

Ξέρεις χειρότερο ποιό είναι; Πως γίναμε κι εμείς θεριά,
και πως θα αλληλοσκοτωθούμε γιά των ολίγων τον παρά.
Γιά «την πατρίδα και θρησκεία», ή «γιά το δίκιο τού λαού»,
κι οι εδώ κι οι κείθε πεθαμένοι, παιδιά θα είναι καποιανού.

«Και τι να κάνουμε;» ίσως πείς… «Αυτοί στήνουν αγχόνες!
Το Κτήνος πάλι ξύπνησε και φτιάχνει λεγεώνες!
Κρέας παιδιών ορέγεται και μόνο εμείς στη μέση.
Έτσι θα το αφήσουμε; Να κάνει ό,τι τ’ αρέσει;»

Τον κόσμο δεν αλλάξαμε, αυτό είναι φανερό.
Και ούτε το προσπαθήσαμε – κι είναι τρομερό
πως μόνη λύση είναι πιά η μέθοδος του Κτήνους.
Πώς γίναμε ένα και τ’ αυτό – ίδιοι εμείς μ’ εκείνους.

Μεγάλα λόγια είπαμε – πολλά και τιμημένα.
Στο «δια ταύτα» φτάσαμε. Τα όνειρα χαμένα.
Και οι δρόμοι που μας έμειναν, είναι απλά μοιραίοι.
Ας προσπαθήσουμε εμείς να ‘μαστε οι τελευταίοι

που λύσεις στο αίμα βρίσκουμε και φτάνουμε στον πάτο.
Ποτέ κανείς μετά από μάς μήν φτάσει παρακάτω.
Και απέ να μας ξεχάσουνε. Γιατί μόνο στα λόγια
ζωές μείναμε ολόκληρες – και γίναν μοιρολόγια.

Ο νεο-Ρωμηός

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 12 Οκτωβρίου, 2011 by εξαδάκτυλος

…ουχί του Σουρή, αλλά του εξαδάκτυλου :

Στόν καφενέ και τότε, στον καφενέ και τώρα,
μέσα σ’ εφημερίδες και σε περιοδικά.
Τσιγάρο αρειμανίως καπνίζω όλη την ώρα
και ό,τι λέω ν’ ακούτε γιατί μιλώ σοφά!

Ψυχή μου, τι λιακάδα! Τι ωραία που περνάω!
Καφές και εφημερίδα και ξύσιμο αρχιδιών!
Και αν ο κόσμος όλος βουλιάζει ενώ κοιτάω,
δεν είν’ δικό μου λάθος μα των πολιτικών!

Για όλα έχω άποψη, γιά όλα έχω ιδέα.
Είμαι οικονομολόγος μα και στρατιωτικός.
Εμένα να ακούτε γιά μιά ελλάδα νέα.
Εγώ μόνο θα έπρεπε να’ μαι πολιτικός.

Ποιός φταίει; Μα οι ξένοι! Οι Αλβανοί! Οι Εβραίοι!
Δίκιο βουνό το έχει, το ΛΑΟΣ στη Βουλή.
Τους βλέπω να περνάνε φτωχοί και τρομαγμένοι –
μα όχι όσο θα ‘πρεπε! Και γίνομαι σκυλί!

Τους βρίζω και τους φτύνω. Τους δείχνω αγριεμένος.
Και έχυσα μες τα νεύρα μου τον καϊμακλή καφέ.
Φωνάζω να τους πιάσουν και να τους μπαγλαρώσουν.
Μετά θα πάω στο κόμμα να πάρω το λουφέ.

Οι ξένοι φταίν γιά όλα : που χρήμα πιά δεν έχει,
που οι μετοχές μου πέσαν, που εγώ χρωστάω παντού.
Η τράπεζα φωνάζει, οι κάρτες θα εκραγούνε,
μα φταίνε οι μετανάστες που βρίσκονται παντού.

Αρχαίους ημών προγόνους στο νού μου τότε φέρνω.
Μόνο δικοί μου είναι και άλλου κανενός!
Αν ζούσαν θα ντρεπόνταν που είμαι απόγονος τους.
Μα σημασία δεν έχει – το λέει κι ο Αρχηγός!

Βρίζω και αγριεύω με όλα όσα διαβάζω,
και ό,τι βλαστήμια ξέρω αρχίζω να την πώ.
Φωνάζω και χτυπιέμαι, οργίζομαι και βράζω,
που ο κόσμος δεν προσέχει αυτά που ‘χω να πώ.

Τους ξένους ξάφνου όλους στο νου μου ξαναφέρνω,
κι αφρίζω που δεν δίνουν τη δόση απ΄τα λεφτά!
Και πώς θα εξοφλήσω την δόση στο τζακούζι;
Και πώς θα την περάσω και πάλι αραχτά;

Εγώ όλα τα ξέρω και τα καταλαβαίνω,
εσείς ιδέα δεν έχετε από πολιτική.
Οι υπουργοί είναι ζώα. Οι κυβερνήτες βλάκες.
Και πάντα οι άλλοι φταίνε, και η τύχη η κακή.

Βρίζω το λαουτζίκο, βρίζω τα φτωχαδάκια,
βρίζω τους μετανάστες και την Αριστερά.
«Αυτοί τα κάναν όλα!», «Μιά χούντα μας αρμόζει!»
«Όσο υπήρχε ο Γιώργης ζούσαμε μιά χαρά»

Καθ’ ότι ελληνάρας, πανέξυπνος και μάγκας
ό,τι και να μου πούνε κανέναν δε γροικώ.
Δεν είμαι σαν τους άλλους εγώ, ένας μαλάκας,
κι άς φέρομαι από ανάγκη με τρόπο δουλικό.

Στους γερμανούς υπάκουος, τώρα όπως και τότε.
Εγώ να επιζήσω και οι άλλοι στο χαμό.
Και όταν θα τελειώσει αυτή η παραζάλη,
Θε να με βρείτε πάλι δίπλα στον Αρχηγό.

Αγριεύω στο γκαρσόνι που’ χει καθυστερήσει,
και τον διαβολοστέλνω γιατί ο καφές αργεί.
Αγριεύω και στον δίπλα που μ’ αγριοκοιτάζει
«Τι βλέπεις ρε μαλάκα;» του λέω με οργή!

Τσαντίζεται κι εκείνος, με στέλνει στα γαμίδια,
τα πέτα του αρπάζω και γίνεται ο χαμός!
Βρισιές και παναγίες, μπουνίδια και κλωτσίδια,
και καταλήγουμε όλοι στο τμήμα τελικώς.

Ποιητής εκ του προχείρου…

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 4 Ιουλίου, 2011 by εξαδάκτυλος

…έχων την μορφήν του χοίρου!

Δεν είμαι βέβαια ο ποιητής που έγραψε το παραπάνω διστίχο, (νομίζω πως είναι του Σουρή,  μα ίσως να κάνω και λάθος), αλλά ώρες-ώρες με πιάνει ο οίστρος και στιχοπλέκω.

Αφορμή αυτή την φορά υπήρξε ένα post στο blog του κ. Νίκου Σαραντάκου.

Παρουσιάζω λοιπόν το χθεσινοβραδυνό μου πόνημα, του οποίου η στιχοπλοκή με κράτησε ξάγρυπνο κάμποσες ώρες, αλλά προτείνω να περνάτε και από το blog του κ.Σαραντάκου συχνότερα.

____________________________________

Μεταπολιτευτικόν

Φόροι εδώ, φόροι εκεί, φόροι και παραπέρα,
ο διάολος τα κατάφερε, μας πήρε τον πατέρα.
Ο νόμος υπογράφτηκε και μπήκαν οι σφραγίδες.
Τώρα δουλειά μπορεί να βρείς – ίσως – να βόσκεις γίδες.

«Δεν τα εφάγαμε μαζί!», φωνάζεις των Παγκάλων –
αλλά του κάκου φωνασκείς – τυρβάζουν περί άλλων.
Και άμα σε παίρνει, φώναξε! Διαδήλωσε άν θέλεις!
Και θα φροντίσει ο Παπουτσής να μην το ξαναθέλεις.

Και οι φόροι που σου κράτησαν και που ζητάν συνέχεια;
Αυτοί θα πάν να καλυφθεί του κράτους η ανέχεια,
σε δακρυγόνα και σε γκλόμπ, στολές, κράνη κι ασπίδες
και σε μισθούς στους πραίτωρες, ήρωες ΜΑΤατζήδες,

γιά να μπορούν να κοπανούν με μπρίο και με χάρη,
από απόξω απ’ τη Βουλή ώς του Μπαϊρακτάρη,
εκεί που ο ήρως Κωσταντής ρευώμενος τζατζίκι
αντίσταση ξεκίνησε εις το νταβατζιλίκι,

κι’ είδαμε που κατέληξε. Και ήρθε ο Γιωργάρας,
ο ήρως της καταστροφής και ιππότης της πεντάρας.
Ο «χρήματα υπάρχουνε», ο «λύσεις θα βρεθούνε»,
«μαζί πηγαίνουμε μπροστά» και «δεν μας σταματούνε».

«Μαζί πηγαίνουμε μπροστά» κατά την λαιμητόμο.
«Κανείς τους δε μας σταματά» στου Γολγοθά το δρόμο.
«Λεφτά σαφώς υπάρχουνε» στην τσέπη τη φτωχή.
Τους πλούσιους μην αγγίζετε και «λύση θα βρεθεί».

Άντε λοιπόν φτωχέ μπροστά, με το εικονοστάσι.
Βοήθησε τον πλούσιο, φτωχέ, να μην σου μοιάσει!
Με τις ευχές των Άνθιμων και με τις προσευχές
πλήρωνε φτωχοδιάβολε και πίστευε σ’ ευχές!

Όσο για ‘σε μικροαστέ που ζούσες με ελπίδα
πως με μιά-δύο λαμογιές θα έπαιρνες παρτίδα,
και πως με τα κονέξια θα βγείς από το λούκι – 
γιά δές τώρα πόσο βαθιά σου μπήκε το παλούκι…

Το σπίτι πήρε η τράπεζα; Τι κλαίγεσαι ακόμα;
Για δε ζητάς βοήθεια, όπως παλιά, στο κόμμα;
Δουλειά είχες, μα την έχασες κι έμεινες αμανάτι;
Δες τώρα πως το μάτι σου στο βγάζει το γινάτι

να ‘χεις εσύ την πιό χοντρή απ’ όλους πορτοφόλα –
Τώρα που όλα αλλάξανε, κατάπιε την τη φόλα!
Γιά δάνειο δεν υπόγραψες; Κακό της κεφαλής σου!
Άντε και προσημείωσε το πρώτο το παιδί σου.

Εμείς είμαστ’ υπεύθυνοι, εμείς κι οι βολεμένοι –
σούμα λοιπόν ας κάνουμε, να δούμε τι απομένει.
Δεν απομένει τίποτα, πουλήθηκαν τα πάντα…
Μας κλείσανε από μπροστά, μας κλείσαν κι απ΄την πάντα.

Τελείωσαν τα όργανα, επέρασε η φιέστα,
κι’ όπως είν’ τα πράγματα, κατούρα τα και χέστα.
Και όσο τους αφήνουμε, χειρότερα θα γένουν.
Εκείνοι θ’ αυγαταίνουνε κι εμάς θα μας φυραίνουν.

Ελπίδα πιά δεν έμεινε; Εφτάσαμε στον πάτο;
Τι περιμένετε λοιπόν, να πάμε και πιό κάτω;
Ας μήν αποφασίζουμε, ας μένουμε στα λόγια,
και όσοι επιζήσουνε ας λένε μοιρολόγια.

Ύμνος εις την Ελευθερία – Νέα έκδοση, βελτιωμένη…

Posted in Ars Poetica, Δικό μου on 19 Μαρτίου, 2010 by εξαδάκτυλος

Σας γνωρίζουμε απ’ την
αντιλαϊκή πολιτική,
σας γνωρίζουμε προδότες,
ιταμοί πολιτικοί.

Φορομπήχτες, λωποδύτες,
άρπαγες στα σκοτεινά
δε σας νοιάζει αν ο κόσμος
βασανίζεται, πεινά!

Κλέφτες, ύπουλοι ρουφιάνοι,
και προδότες των λαών
που αρπάξατε τα πάντα,
τον ιδρώτα των φτωχών.

«Αυτοκάθαρση» μας λέτε
πως θα κάνετε με βιά
Στο ενδιάμεσο, κηφήνες,
δεν σας νοιάζει ποιός πεινά.

Κομματόσκυλα, «δικοί μας»,
δεν σας καίγεται καρφί.
Πια το μόνο που σας πρέπει,
δύο μέτρα μεσ’ τη γή.

Κλέψαν, φάγανε, αρπάξαν,
τον ιδρώτα του λαού
γιά να κάθονται – οι κηφήνες –
στην καρέκλα τ’ αρχηγού.

Τρώτε κτήνη αδηφάγα
του εργάτη τη ζωή
και ζητάτε να σας δώσει
την στερνή του τη πνοή.

Όσο και γιά ‘σάς παπάδες,
λατρευτές του Μαμμωνά
φτάνει και η δικιά σας ώρα
να πληρώσετε ακριβά.

Κατακλέβετε τον κόσμο
και πουλάτε προσευχές
και γιά χάρη των χρημάτων
κοροϊδεύετε γενιές.

Τούτα δίδαξε ο Θεός σας;
Ήταν μύνημά του αυτό;
Σήμερα, ξανά και πάλι
θα κρεμιόταν στον σταυρό.

Μπρός στους άμβωνες στημένοι,
χρυσοκάνθαροι αισχροί,
επαιτείτε απαιτώντας
του απόρου το φαΐ.

Σαν δε ντρέπεστε ιησουήτες!
Τέλειωσε η παράσταση!
Συμμορία από αλήτες,
έρχεται Ανάσταση!

Αστυνόμοι δολοφόνοι,
σκύλοι, δήμιοι του λαού,
Έρχεται και η δική σας,
ώρα του απολογισμού.

Δέρνετε με τρείς κι εξήντα,
νταβατζήδες, προαγωγοί.
Οπλισμένοι είστε αλήτες,
συμμορία κανονική.

Γκάνγκστερς με τα πολυβόλα.
Δολοφόνοι κρατικοί.
Τρομοκράτες και φονιάδες,
ΕΣΑτζήδες χουντικοί,

και όσοι δέρνετε τον κόσμο
θά ‘ρθει και γιά σας σειρά,
και θα δείτε τι σημαίνει
«το πληρώνω ακριβά».

Χίτες και ταγματαλήτες,
τρόμοι άλλης εποχής,
χρυσαυγίτες και φασίστες,
άξιοι γιοί της Κατοχής

ο Λαός δεν σας ξεχνάει,
ο Λαός δεν συγχωρεί,
δεν αξίζετε συμπόνοια
μα σαπούνι και σκοινί.

Και αν καλά μασκαρεμένοι
μπήκατε μεσ’ την Βουλή
δεν σας ξέχασε η όψη
που με βιά μετράει τη γή…

Φίλοι, σύντροφοι, αδέλφια,
παιδιά κατώτερου θεού
δεν έχουμ’ εμεις ανάγκη
τους δυνάστες του Λαού.

Ούτε Θεούς, ούτε Αφέντες
χρειαζόμαστε εμείς.
Δεν υπήρξαμε ποτέ μας
εστεμμένοι ή ευγενείς.

Πάντα πένητες και σκλάβοι,
πάντα μόνοι, ταπεινοί,
πάντα δούλοι μιας ελπίδας
που δεν λέει να φανεί.

Αδελφοί! Μην λησμονείτε,
απ’ το λάκκο θε να βγούν
όλοι, ο ένας γιά τον άλλον.
Όσο και αν προσπαθούν

να μας κάνουν μέρη χίλια,
και κομμάτια περισσά,
δεν τους κάνουμε την χάρη
ν’ αρκεστούμε στα μισά.

Όλα, ολόκληρα και τώρα
και γιά όλο το λαό.
Βάλτε πλάτη αδέλφια! Είν’ ώρα
γιά να πέσουν στον γκρεμό.

Αδελφές αγαπημένες,
μάνες μας και συντροφιά,
δίπλα μας σταθήτε πάλι.
Και να ξέρετε καλά

πως στα μάτια τα δικά σας
που η ζωή φωτοβολά
δάκρυα χαράς θε να ‘ρθουν
τούτη η μέρα που αρχινά.

Οι αλυσίδες σας, δικές μας.
Σκάψανε βαθιά τη γή.
Μάνες μας, αν δεν σωθείτε
ποιός αξίζει να σωθεί;

Αδελφοί μας, ξένοι εργάτες,
που η ζωή σας η σκληρή
δεν αγγίζει τους «αγίους»,
δεν λυπεί πολιτευτή,

οι αγωνίες οι μεγάλες,
οι αγώνες οι κοινοί
μας εστήσαν πλάϊ-πλάϊ,
μια γροθιά και μια φωνή.

Και ας το ακούσουν πέρα ως πέρα
πως σ’ αυτήν εδώ την γή,
ούτε δούλοι, ούτε αφέντες
παρά μόνο Αδελφοί.

‘Αργειε νά ‘ρθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
κάθε εργάτη τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
θα νικήσεις Εργατιά.