Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μην είναι η χρυσοί αυγοί και οι πυρηνάρχες;
Οι προβατάνθρωποι και οι κομματάρχες;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
Και η παρέλαση και η άγρια πείνα,
και οι γέροι στην ουρά για τις συντάξεις,
και όσοι μάχονται απ’ τις επάλξεις
ώστε το σύστημα να μείνει ατόφιο…
και ας πέσει ό,τι άλλο, ψόφιο.
Ζήτω η ελλάδα μας, ζήτω η πατρίδα!
(βάρκα χωρίς κουπιά στην καταιγίδα)
Και όποιος το μέρος μας δεν θα το πάρει
θα τον κρεμάσουμε σαν το σφαχτάρι
και θα τον δείχνουμε στον πληθυσμό
γιά να επιβάλλουμε σοφρωνισμό
Παιδιά λιπόθυμα από την πείνα,
και τα σχολεία τους κλειστά κι εκείνα.
Γέροι που ψάχνουνε μέσ’ τα σκουπίδια,
τιμή απέραντη γιά την πατρίδα!
Ζήτω σου Άδωνι Γεωργιάδη,
στείλε τους όλους τους ταχιά στον Άδη!
Και η Αριστερά… Ε, τι; Τι θέλεις να σου κάνει;
Ότι μπορεί κάνει κι αυτή, κι’ απλώνει όσο φτάνει.
Κάνει δύο πήδους πίσω κι’ ένα τρίκλισμα μπροστά
«Στόν αγώνα ενωμένοι, μα στην μάσα χωριστά».
Και άν σε εκατοντάδες τάφους κόκκαλα ακούς να τρίζουν,
ευτυχώς που οι πεθαμένοι πίσω δεν ξαναγυρίζουν.
Και αν ρωτάς οι αναρχικοί… πού να βρίσκονται κι αυτοί;
Να σου πεί κανείς δεν ξέρει. Ούτε πάλι μας συμφέρει,
να θυμόμαστε πώς τώρα περισσέψαν οι τραμπούκοι,
που μας χώνουνε πιά όλους, πιό βαθιά μέσα στο λούκι.
Και αν δεν μας βαράνε άλλοι, δεξιά κι’ αριστερά,
πέφτει ξύλο μεταξύ μας, και κρυφά και φανερά.
Και σ’αυτό το Κολοσσαίο, πολεμάμε όλοι μ’ όλους.
Κάποιοι βλέπουν, διασκεδάζουν, με τους βλάκες, τους χαχόλους
που σκοτώνονται αβέρτα ‘κει μπροστά στ’ αφεντικά,
άλλοι γιά ιδεολογία, κι άλλοι γιά τα μερτικά.
Και όσοι λίγοι θε να μείνουν – κι ας χαμογελούν μακάρια –
τα κλουβιά τότε θ’ ανοίξουν και θα βγούνε τα λιοντάρια.