(Εις μνήμιν του Πολυτεχνείου, κι αυτό…)
Περνάει η ώρα, φεύγει η μέρα και τελειώνει η χρονιά.
Κυλήσαν ύπουλα τα χρόνια και έφυγαν τριάντα εννιά.
Είμασταν απασχολημένοι. Ίσως κοιτάγαμε αλλού
και είχαμε τα δικά μας βάρη – πού χρόνος γιά του διπλανού…
Δώσαμε εμείς την ευκαιρία; Να την αρπάξανε αυτοί;
Μην έτυχε η συγκυρία; Μη δεν φανήκαμε αρκετοί;
Αυτό είναι μάλλον – τόσο λίγοι και τόσο σίγουροι μαζί…
Έτσι ήρθανε τα πάνω, κάτω. Να πολεμάμε απ’ την αρχή.
«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Δεν μας δωθήκανε ποτέ.
Τσάμπα πεθάναν όλοι εκείνοι. Χαθήκανε τόσες ζωές,
ώστε ο ήλιος να γυρίσει. Και δεν εγύρισε ποτέ…
Γιά τον γενναίο, νέο κόσμο, μας μείναν μόνο οι ευχές.
«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Δεν τ’ απαιτήσαμε κι εμείς.
Ζήσαμε μες την σιγουριά μας πως δεν τ’αγγίζει πιά κανείς.
Πως είναι «κατωχυρωμένα». Πώς είμαστε οι νικητές
και δεν υπήρχε πιά ανάγκη, αφού νικήθηκε το χτές.
Μάλλον αυτό είναι… η σιγουριά μας ήταν γλυκό ναρκωτικό.
Μόνοι μας στήσαμε κρεμάλες γιά το δικό μας το λαιμό.
Ξαναζεσταίνονται οι φούρνοι. Όπλα γυαλίζουνε πιο ‘κεί.
Στήνονται δάση από αγχόνες – μα εμείς τους πλέξαμε σκοινί.
Σαράντα χρόνια – μιά ζωή – περάσανε. Θυμάσαι;
Τίποτα δεν αλλάξαμε. Πώς στέργεις και κοιμάσαι;
Και πώς αντέχεις να φοράς στεφάνι με αγκάθια;
Ντράπου όλα τα όνειρα που γίναν κατακάθια.
Ξέρεις χειρότερο ποιό είναι; Πως γίναμε κι εμείς θεριά,
και πως θα αλληλοσκοτωθούμε γιά των ολίγων τον παρά.
Γιά «την πατρίδα και θρησκεία», ή «γιά το δίκιο τού λαού»,
κι οι εδώ κι οι κείθε πεθαμένοι, παιδιά θα είναι καποιανού.
«Και τι να κάνουμε;» ίσως πείς… «Αυτοί στήνουν αγχόνες!
Το Κτήνος πάλι ξύπνησε και φτιάχνει λεγεώνες!
Κρέας παιδιών ορέγεται και μόνο εμείς στη μέση.
Έτσι θα το αφήσουμε; Να κάνει ό,τι τ’ αρέσει;»
Τον κόσμο δεν αλλάξαμε, αυτό είναι φανερό.
Και ούτε το προσπαθήσαμε – κι είναι τρομερό
πως μόνη λύση είναι πιά η μέθοδος του Κτήνους.
Πώς γίναμε ένα και τ’ αυτό – ίδιοι εμείς μ’ εκείνους.
Μεγάλα λόγια είπαμε – πολλά και τιμημένα.
Στο «δια ταύτα» φτάσαμε. Τα όνειρα χαμένα.
Και οι δρόμοι που μας έμειναν, είναι απλά μοιραίοι.
Ας προσπαθήσουμε εμείς να ‘μαστε οι τελευταίοι
που λύσεις στο αίμα βρίσκουμε και φτάνουμε στον πάτο.
Ποτέ κανείς μετά από μάς μήν φτάσει παρακάτω.
Και απέ να μας ξεχάσουνε. Γιατί μόνο στα λόγια
ζωές μείναμε ολόκληρες – και γίναν μοιρολόγια.